- σπουδεργός
- -όν, Μαυτός που εργάζεται με επιμέλεια και σοβαρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή + -εργός (< εργον*), πρβλ. ταχυ-εργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek